Ήταν Νοέμβριος του 1971. Οι δύο φοιτητές κατηφόρισαν από τους Δανιηλαίους με κρατημένη αναπνοή. Πέρασαν το πρώτο σπιτάκι, υποκλίθηκαν στον μοναχό που σκυφτός εργοχειρούσε, λέγοντας «ευλόγησον, γέροντα», και συνέχισαν παρακάτω για το ησυχαστήριο του παπα-Εφραίμ. Ο πρώτος, πιο ζωηρός, λιγότερο προσεκτικός, μετά δύο- τρία αναπάντητα χτυπήματα στην εξωτερική πόρτα, άνοιξε και ακολουθούμενος από τον ευγενικό και συνεσταλμένο συμφοιτητή του προχώρησε. Πέρασε μπρος από το φουρνάκι και συνέχισε στο μικρό μπαλκονάκι έξω από την κουζίνα. «Παπα-Εφραίμ», φώναξε διακριτικά. Άκρα σιγή.Μια σκιά αδημονίας πέρασε από την ψυχή του. Πού να ‘ναι άραγε; Η ψυχή του γεμάτη τόση λαχτάρα, τόσο θαυμασμό από όσα…